- δρομικός
- -ή, -ό (AM δρομικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δρόμο, στο τρέξιμο («δρομικό αγώνισμα»)2. ο ικανός στο τρέξιμο, γοργοπόδαρος («δρομικός σκύλος»)νεοελλ.φρ. α) «δρομικός λίθος ή πλίνθος» — αυτός που κατά την οικοδόμηση τοποθετείται με την επιμηκέστερη πλευρά προς τον τοίχοβ) «δρομικός τοίχος» — ο τοίχος στον οποίο οι λίθοι ή οι πλίνθοι είναι διατεταγμένοι κατά τον πιο πάνω τρόπογ) «δρομική στρώση» ή «δρομικό χτίσιμο» — αυτό που αποτελείται από δρομικούς λίθους ή πλίνθουςμσν.φρ. «δρομικός ναός» — η βασιλική, ναός που στο εσωτερικό διαιρείται με σειρές κιόνων σε κλίτη ή δρόμουςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ δρομικόν ή τὰ δρομικάαγώνας, διαγωνισμός δρόμου.
Dictionary of Greek. 2013.